Με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει η ελληνική κοινωνία
Του Θανάση Διαμαντόπουλου, καθηγητή Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ενας αξιόλογος στοχαστής παλαιότερων δεκαετιών, ο εκ της Αριστεράς προερχόμενος Αχιλλέας Γρηγορογιάννης, αρεσκόταν να αναδεικνύει τη χρονική απόσταση που συνήθως υπάρχει ανάμεσα στην «ιστορική» ενέργεια, με άλλα λόγια την παραγωγή των ιστορικών γεγονότων, και την «ιστορική συνείδηση», δηλαδή τη νοητική αφομοίωσή τους από την κοινωνία, ώστε να υπάρξει η ανάλογη προσαρμογή επ’ αυτών. Η ιστορική φάση που σήμερα διανύουμε φέρνει, πιστεύω, έντονα αυτή την αντιπαράθεση στην επικαιρότητα. Πράγματι…
Το κεντρικό πολιτικό δίλημμα της ελληνικής κοινωνίας στην «άλλη χώρα» που δημιούργησε – ή, μάλλον, που αποκάλυψε – η κρίση δεν είναι η επιλογή ανάμεσα στη μνημονιακή πραγματικότητα και την αντιμνημονιακή φαντασίωση. Ούτε αυτή που αντιπαραθέτει την τρικομματική μας κυβέρνηση – συχνά ελλειμματική σε λογική και έμπνευση, όχι σπάνια, δε, παραγωγό δυσεπίλυτων προβλημάτων – προς την προβληματική έως τριτοκοσμική πολιτική πρόταση που δεσπόζει στον χώρο της αντιπολίτευσης. Το βασικό ζητούμενο για την ελληνική κοινωνία είναι εάν θα επιτύχει την πνευματική εκείνη προσαρμογή που θα καταστήσει «διανοητικά ψηλαφήσιμη» και πολιτικά διαχειρίσιμη τη νέα πραγματικότητα. Γιατί, μέχρι σήμερα, δεν φαίνεται να έχουμε χειραφετηθεί από τις διανοητικές μήτρες του παρελθόντος. Ειδικότερα δεν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει μια συντελεσθείσα εξέλιξη όσον αφορά τη – εξαιρετικά περιορισμένη έως ανύπαρκτη πλέον – δυνατότητα αποφυγής ή μετακύλισης βαρών (άρα εξακολουθούμε να υφιστάμεθα την «αυτοτύφλωση της ελπίδας»). Ειδικότερα…
Μέχρι προχθές, επιθυμώντας να απαλλαγούμε από ανεπιθύμητα οικονομικά φορτία, τα μεταθέταμε σε ένα μακρινό και απροσδιόριστο μέλλον. (Μάλιστα οι πιο αμύητοι θεωρούσαν ότι τα μετέθεταν κάπου στο πουθενά, στο άτοπο και άχρονο, το οποίο ταύτιζαν με το «απροσδιόριστο μέλλον»).
Χθες, στο πλαίσιο ενός κοινωνικού κανιβαλισμού, νομίσαμε ότι μπορούμε να μεταθέτουμε τα βάρη στους άλλους. Να μη θιγούμε «εμείς» – οι εκπαιδευτικοί, οι ένστολοι, οι δικαστές, οι εφοριακοί κ.ο.κ. – και για τους υπόλοιπους «γαία πυρί μειχθήτω». (Ασφαλώς δεν είναι τυχαία η μικρή απήχηση στον κλάδο του, π.χ., της γενναίας αντισυντεχνιακής φωνής του εισαγγελέα Κτιστάκη).
Σήμερα όμως – και αυτή την πραγματικότητα αρνούμεθα ακόμη να τη συνειδητοποιήσουμε – η μόνη μετάθεση βαρών που μπορεί να γίνει είναι όχι σε άλλους κλάδους, άλλες κοινωνικές κατηγορίες ή άλλους ανθρώπους, αλλά σε άλλους κωδικούς του προϋπολογισμού που πάλι εμάς θα επιβαρύνουν! Ο,τι γλιτώνουμε, π.χ., ως εκπαιδευτικοί, ως ένστολοι, ως υπάλληλοι της Βουλής ή ως δικαστές, το πληρώνουμε – όχι οι άλλοι, εμείς οι ίδιοι – ως ιδιοκτήτες ακινήτων, ως δικαιούχοι κάποιας σύνταξης ή ως τέκνα συνταξιούχων, ως γονείς φοιτητών, ως συγγενείς ασθενών, ως σύζυγοι επιτηδευματιών, ως καταναλωτές προϊόντων ή υπηρεσιών δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, ως άνθρωποι των οποίων ο άμεσος περίγυρος θα χρειαστεί μεγαλύτερη στήριξη από εμάς κ.ο.κ. Μάλιστα ο λογαριασμός θα έρθει βαρύτερος, γιατί θα επιβαρυνθούμε, επιπρόσθετα, με το κόστος καθυστέρησης και παραγωγής ενός νέου προσαρμοσμένου μηχανισμού είσπραξης.
Τούτων δοθέντων, η κανιβαλική συντεχνιακή νοοτροπία τού χθες δεν είναι απλώς υπερεγωιστική. Είναι και ατελέσφορη, ακόμη και με τα μέτρα των πιο ιδιοτελών ανθρώπων και των στοχεύσεών τους.
Με άλλα λόγια, σε τόσο χαλεπούς καιρούς το κοινωνικά ηθικό (η συμμετοχή στις θυσίες του συνόλου) και το ατομικά αποτελεσματικό (η ελαχιστοποίηση των προσωπικών μας βαρών), αν δεν ταυτίζονται, συγκλίνουν: η εγωιστική επιλογή θα οδηγήσει αναπόδραστα είτε σε ολοσχερή διάλυση του κοινωνικού ιστού, με περίπου καθολική εξαθλίωση, είτε – ή/και – σε εμφύλιο πόλεμο. Αυτός, δε, ανήκει στα είδη πολέμων όπου και οι «νικητές» τελικά χαμένοι βγαίνουν. ………….
ΠΗΓΗ : TA NEA κλικ εδώ για το άρθρο